- βεβουλευμένος
- βουλεύωtake counselperf part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προαίρεση — η / προαίρεσις, έσεως, ΝΜΑ [προαιροῡμαι] 1. η ενδόμυχη ψυχική τάση για κάτι, επιθυμία, πρόθεση (α. «ό,τι έκανε, τό έκανε από αγαθή προαίρεση» β. «ἡ κατὰ προαίρεσιν κίνησις», Αριστοτ.) 2. (στον Αριστοτ.) η απόφαση την οποία παίρνει κανείς μετά από … Dictionary of Greek